- συμφράδμων
- συμφράδμωνone who joins in consideringmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… … Dictionary of Greek
συμφράδμονα — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφράδμονας — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφράδμονες — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφράδμονι — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφράδμοσιν — συμφράδμων one who joins in considering masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)